- φυτομονάς
- η, Ν(λόγιος τ.)1. γένος μαστιγοφόρων τής οικογένειας τρυπανοσωματίδες, που μοιάζουν μορφολογικά με τα μέλη τού γένους λεπτομονάς2. μεγάλο γένος φυτοπαθογόνων βακτηρίων τής οικογένειας ψευδομοναδίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytomonas].
Dictionary of Greek. 2013.